- damit
- damit[ˈdaːmɪt, daˈmɪt]I. adv μ' αυτό,• was soll ich ? τι να κάνω μ' αυτό;,• was meint er nur ? τι να εννοεί άραγε μ' αυτό;,• befasse ich mich nicht μ' αυτό δεν ασχολούμαι,• ich meine , dass … μ' αυτό εννοώ ότι …,• was wollen Sie sagen? τι θέλετε να πείτε μ' αυτό;,• weg ! πάρ' το από δω!,• ich bin zufrieden, dass … είμαι ευχαριστημένος που …,• es fing an, dass … άρχισε με το ότι …,• sie spricht sehr gut Russisch und hat gute Aussichten auf• die Stelle μιλά πολύ καλά ρωσικά και έτσι έχει πολύ καλές πιθανότητες να πάρει τη θέσηII. konj ώστε να, για να,• er beeilt sich, er nicht zu spät kommt βιάζεται για να μην αργήσει,• er zog nach Athen, seine Kinder studieren konnten μετακόμισε στην Αθήνα για να σπουδάσουν τα παιδιά του
Wörterbuch Deutsch-Griechisch . 2015.